- τετραπνεύμονα
- τα, Νζωολ. ονομασία τών πιο πρωτόγονων αραχνών οι οποίες στερούνται τραχειών, όπως είναι π.χ. η μυγαλή, και φέρουν τέσσερεις πνεύμονες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tetrapneumone < τετρ(α)-* + πνεύμων, -ονος].
Dictionary of Greek. 2013.